ῥήγεα

ῥήγεα
ῥή̱γεα , ῥῆγος
rug
neut nom/voc/acc pl (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ρήγος — και ρέγος, ρήγεος, τὸ, Α 1. κάλυμμα κλίνης ή καθίσματος, ιδίως από μαλλί («ἔβαλλε θρόνοις ἔνι ῥήγεα καλὰ πορφύρεα καθύπερθ », Ομ. Οδ.) 2. (πιθ) ένδυμα, ρούχο 3. (κατά τού Ησύχ.) «ῥῆγος ράκος, περίστρωμα, σπάραγμα, προσκεφάλαιον». [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • σπείρος — ους, τὸ, Α περικάλυμμα («σπείρεα βολβῶν», Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. σπεῖρον, κατά τα σιγμόληκτα. Η λ. απαντά στον τ. σπείρεα (πιθ. κατά το ῥήγεα, πληθ. τού ρήγος «κομμάτι βαμμένου υφάσματος») και αναφέρεται στις φλούδες τών κρεμμυδιών] …   Dictionary of Greek

  • ՀՌԻԳԱՅՕՂ — ( ) NBH 2 0127 Chronological Sequence: 11c ա.գ. Կա՛մ է Շրջագայօղ. իբր հռիկ կամ հիռ եկօղ. եւ կամ որպէս յն. հռի՛ղէա ῤήγεα culcita, stragula. Պարզուած երկնից եւ տարածութիւն որպէս առագաստ. *Յընդարձակագոյն առագաստ սրտիդ սիրական, որ առաւել լայնատարած… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”